ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΚΙΛΕΛΕΡ 6 ΜΑΡΤΙΟΥ 1910


Η ιστορία που διδάσκει, αποκαλύπτει και εμπνέει
Ηταν 6 Μάρτη του 1910. Ημέρα Σάββατο. Πριν καλά καλά ξημερώσει οι κολίγοι απ' άκρη σ' άκρη της θεσσαλικής γης ξεκινούν με μαύρες και κόκκινες σημαίες για τα σημεία συγκέντρωσης, απ' όπου όλοι μαζί, οργανωμένοι, θα τραβήξουν για το μεγάλο αγροτικό συλλαλητήριο της Λάρισας. Κύριο αίτημα η απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και το μοίρασμά τους στους αγρότες.
Πρώτοι μπήκαν στη Λάρισα οι κολίγοι του Δήμου Κρανώνος, χωρίς να συναντήσουν ιδιαίτερα προβλήματα, αν και ο στρατός είχε κινητοποιηθεί από τα μεσάνυχτα, ενώ οι αρχές της πόλης στο σύνολό τους βρίσκονταν επί ποδός πολέμου. Σε γενικές γραμμές τίποτα δεν προμηνούσε εκείνες τις πρώτες ώρες ότι λίγο μετά θα επακολουθούσε μακελειό. Στην πραγματικότητα, όμως η ηρεμία ήταν φαινομενική. Το κράτος ήταν αποφασισμένο να χτυπήσει στο ψαχνό ανεξαρτήτως των προθέσεων των αγροτών. Κι αυτό μπορούσε να το διακρίνει κανείς τόσο από τις προετοιμασίες των δυνάμεων καταστολής όσο και από δημοσιεύματα εφημερίδων της Αθήνας που τις προηγούμενες μέρες επιτίθενταν με λύσσα κατά των κολίγων.
"Κινδυνεύομεν με όσα γίνονται εν Θεσσαλία - έγραφε στην "ΕΣΤΙΑ" ο Αδ. Κύρου - να προκαλέσωμεν επέμβασιν εξωτερικήν. Είναι καιρός να συνέλθωμεν και να αντιληφθώμεν ότι δεν είναι καιρός διά πειραματισμούς".
Και η εφημερίδα "ΑΘΗΝΑΙ" του Πωπ συμπλήρωνε: "Η εν Θεσσαλία εξέγερσις, η παράλογος αλλά και όντως αντιπατριωτική κατά την περίοδον ταύτην του πολιτειακού ημών βίου, πρέπει να περισταλή πάση θυσία... ".(Γ. Κορδάτος: "Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας", τόμος XIII, σελ. 187)
Οι αγρότες, είτε γιατί αντιλαμβάνονταν τις προθέσεις των αντιπάλων τους είτε για άλλους λόγους, εκείνη τη μέρα της 6ης Μαρτίου του 1910 δεν έδωσαν την παραμικρή αφορμή, για να κατηγορηθούν ότι προκάλεσαν την επέμβαση των αρχών. Τραβούσαν για το συλλαλητήριο της θεσσαλικής πρωτεύουσας συντεταγμένοι, πειθαρχημένοι, με τις σημαίες τους, τραγουδώντας και φωνάζοντας συνθήματα. Ακριβώς αυτή την εικόνα έδειχναν και στον τόπο, όπου έμελλε να ξεκινήσει η αιματοχυσία, στο μικρό χωριουδάκι με το όνομα Κιλελέρ που σήμερα το λένε Κυψέλη.



Το μακελειό
Στο Κιλελέρ οι κολίγοι επιβιβάστηκαν στο τρένο, για να πάνε στη Λάρισα χωρίς να βγάλουν εισιτήριο και οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι - ύστερα από διαταγή του διευθυντή των θεσσαλικών σιδηροδρόμων Πολίτη που έτυχε να ταξιδεύει με κείνη την αμαξοστοιχία - τους ζήτησαν να αποβιβαστούν. Η αποβίβαση έγινε χωρίς αντίσταση. Αλλά ο διευθυντής θέλησε να δώσει και συνέχεια, βρίζοντας χυδαία τους κολίγους, αποκαλώντας τους "σκυλολόι" και "κτήνη". Εκείνοι του ανταπάντησαν με γιουχαρίσματα και ορισμένοι άρχισαν να πετροβολούν το τρένο. Ο διευθυντής δε συνετίστηκε και ανταπέδωσε με χειρότερες βρισιές. Τα αίματα άναψαν, οι κολίγοι αγρίεψαν, αλλά η κατάσταση μπορούσε άνετα να εκτωνωθεί, αν ο Πολίτης σταματούσε τις προκλήσεις. Εκείνος όμως έκανε ακριβώς το αντίθετο. Από τη μια έριχνε συνεχώς λάδι στη φωτιά κι από την άλλη ζήτησε από τον αξιωματικό στρατιωτικής δύναμης, που βρισκόταν στο τρένο και πήγαινε στη Λάρισα για το συλλαλητήριο, να αντιμετωπίσει ένοπλα τους αγρότες. Ο καραβανάς υπάκουσε. Διέταξε ευζώνους και φαντάρους να πυροβολήσουν το πλήθος. Δύο από τους αγρότες, ο Αθ. Νταφούλης και ο Αθ. Μπόκας έπεσαν νεκροί. Πολλοί αγρότες πληγώθηκαν. Το αίμα έβαψε τον κάμπο.
Το τρένο αγκομαχώντας έφτασε στο σταθμό Τσουλάρ όπου κι εκεί είναι συγκεντρωμένοι κολίγοι για το συλλαλητήριο. Του κάνουν σήμα να σταματήσει, μ' αυτό συνεχίζει την πορεία του. Νέα ένταση και η οργή στο κατακόρυφο. Οι τσολιάδες από τα παράθυρα πυροβολούν και πάλι. Δύο ακόμη αγρότες ξαπλώνονται στη γη και πολλοί άλλοι τραυματίζονται. Νέο αίμα κυλάει άφθονο."Απας ο γεωργικός λαός απαιτεί... "
Η είδηση της αιματοχυσίας δεν άργησε να φτάσει στους συγκεντρωμένους στη Λάρισα. Οι σκλάβοι της γης εξαγριώνονται, δε δειλιάζουν, δεν το βάζουν κάτω. Διαμαρτύρονται, φωνάζουν εναντίον των δολοφόνων, ζητούν γη και δικαιοσύνη. Οι δυνάμεις καταστολής χτυπούν στο ψαχνό. Χύνεται και πάλι αίμα, γίνεται μάχη σώμα με σώμα και οι αγρότες βγαίνουν νικητές. Ο νομάρχης, ο αστυνόμος και ο φρούραρχος βλέποντας πως δεν είναι εύκολη υπόθεση η επιχείρηση καταστολής των αγροτών, ύστερα από πολλή ώρα μάχης, διατάσσουν το στρατό να σταματήσει το πυρ. Ετσι το συλλαλητήριο θα καταλήξει με την έγκριση του παρακάτω ψηφίσματος που στάλθηκε τηλεγραφικώς στην Αθήνα, στην κυβέρνηση και τη Βουλή:
"Απας ο γεωργικός λαός Λαρίσης συνελθών πανοικεί σήμερον Λάρισαν ίνα εκφράση βαθύν πόνον και πικρόν παράπονον διά την μη υποβολήν και επιψήφισιν του νόμου περί απαλλοτριώσεως των τσιφλικίων και προικοδοτήσεως γενναιοτέρας του Γεωργικού Ταμείου
Α π α ι τ ε ί
α) Την άμεσον επιψήφισιν του νομοσχεδίου περί απαλλοτριώσεως των τσιφλικίων και διανομήν των Ζαππείων κτημάτων.
β) Τη γενναιοτέραν προικοδότησιν του γεωργικού ταμείου διά της διαθέσεως του όλου φόρου των αροτριώντων κτηνών και παντός ό,τι νομίζει η Κυβέρνησις καλύτερον.
γ) Εκφράζει τη βαθείαν λύπην και οδύνην του διά την εκ μέρους των αρχών της Πολιτείας άδικον επίθεσιν κατά του φιλησύχου και νομοταγούς λαού ου θύματα υπήρξαν άοπλοι και λευκοί σκλάβοι της Θεσσαλίας".
Η προϊστορία του Κιλελέρ
Ο ξεσηκωμός της αγροτιάς στη Θεσσαλία και τα γεγονότα στο Κιλελέρ, στο Τσουλάρ και τη Λάρισα φυσικά δεν ήταν "κεραυνός εν αιθρία". Οι κολίγοι δεν ξεσηκώθηκαν από τη μια στιγμή στην άλλη, ούτε χωρίς αιτία. Και φυσικά δε δέχτηκαν τα πυρά του στρατού από λάθος ή αψυχολόγητες ενέργειες κάποιων χαμηλόβαθμων στην κρατική ιεραρχία. Ηδη πιο πριν δώσαμε μια μικρή εικόνα μέσα από τον Τύπο της εποχής για το πώς η αστοτσιφλικάδικη ολιγαρχία προετοίμαζε το χτύπημα της αγροτιάς. Ας σταθούμε όμως λίγο περισσότερο στις αιτίες που οδήγησαν τους αγρότες στο σηκωμό.
Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα δε λύθηκε μετά την επανάσταση του '21 για τις περιοχές που απελευθερώθηκαν από την οθωμανική κυριαρχία. Αντίθετα, μετά το συμβιβασμό της αστικής τάξης με τους τσιφλικάδες η λύση αυτού του κορυφαίου αστικοδημοκρατικού προβλήματος μετατέθηκε για έναν αιώνα αργότερα. Κι αν αυτό το πρόβλημα υπήρχε για όλη την υπόλοιπη επικράτεια, στη Θεσσαλία έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις.
Η Θεσσαλία προσαρτήθηκε στην Ελλάδα το 1881, ύστερα από την υπογραφή ειδικής σύμβασης ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις και την Τουρκία στα πλαίσια του Συνεδρίου του Βερολίνου.Ομως, τίποτα δεν άλλαξε στη ζωή των αγροτών του θεσσαλικού κάμπου, γεγονός που εξηγείται, αφού η περιοχή δεν απελευθερώθηκε ύστερα από εξέγερση ή πόλεμο, αλλά πέρασε στην ελληνική επικράτεια διά της παραχωρήσεως. Ετσι η γη απλώς άλλαξε χέρια και τον Τούρκο δυνάστη διαδέχτηκε ο Ελληνας, ο οποίος από μια άποψη ήταν τις περισσότερες φορές χειρότερος του προκατόχου του, δεδομένου ότι η αλλαγή στο "στάτους κβο" της Θεσσαλίας έγινε σε μια περίοδο που ο παγκόσμιος καπιταλισμός βρισκόταν σε συνθήκες οξύτατης κρίσης. Η κατάσταση αυτή όξυνε στο έπακρο τα κερδοσκοπικά φαινόμενα γενικά και την κερδοσκοπική εκμετάλλευση της γης ειδικότερα, με την οποία ασχολήθηκαν σημαντικοί παράγοντες του ελληνικού τραπεζικού κεφαλαίου που - ας σημειωθεί - στη συνέχεια αποκαλέστηκαν από το κράτοςεθνικοί ευεργέτες.
"Γονυπετείς, εσύροντο... "
"Οι καλλιεργηταί, όπως και πρώτα - γράφει ο Δ. Μπούσδρας - υποχρεούντο να δίδωσιν εις τον γαιοκτήμονα (αφέντην), το τρίτον ή το ήμισυ των παραγομένων καρπών, ενοίκιο διά την βοσκήν των κτηνών, μέγαν αριθμόν ορνίθων και αμνών, ικανήν ποσότητα τυρού, βουτύρου, καυσοξύλων, αιγών, πεπονιών, χόρτου και αχύρου, να στέλλωσιν εν θήλυ μέλος, ίνα ζυμώνη και ψήνη το ψωμί της επιστασίας, λείψανον του δικαιώματος της πρώτης νυκτός: Οι τσιφλικούχοι εξουσίαζον το σώμα των γυναικών και των θυγατέρων των κολίγων... Κατώκουν (σ. σ. οι κολίγοι) εις τρώγλας και πολλοί συνέτρωγον εν τη αυτή φάτνη με τους όνους των, θνήσκοντες δε, και με αιμάσσουσαν καρδίαν, ητένιζον τα πέριξ της κλίνης του θανάτου τέκνα των, διότι τα εγκατέλειπον άστεγα... Οσάκις δε υπεδέχοντο τον αφέντην επισήμως, γονυπετείς, εσύροντο, εκτύπων το χώμα με το μέτωπον τρεις φορές και εφίλουν τον αριστερόν πόδα του. Γενικώς δε ειπείν αι μεγάλαι πιέσεις, αι εξαθλιώσεις και αι αφόρητοι ταπεινώσεις δίκην μαστιγίου, έπληττον τα νώτα και είχον κάμει τους χωρικούς δέκτας ενός επαναστατικού ευαγγελίου... " (Δ. Μπούσδρας: "Η Απελευθέρωσις των Σκλάβων αγροτών", σελ. 1 - 2).

Το επαναστατικό ευαγγέλιο των κολίγων συμπυκνώθηκε στο σύνθημα της απαλλοτρίωσης της γης που έριξε πρώτη η εφημερίδα "Πανθεσσαλική" του Σοφ. Τριανταφυλλίδη, η οποία έβγαινε στο Βόλο από το 1900. Επίσης στα 1906 κατέβηκε στη Θεσσαλία και προπαγάνδιζε την ιδέα της απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών ο Μαρίνος Αντύπας, τον οποίο οι τσιφλικάδες δολοφόνησαν στις 9 Μάρτη 1907.Τους κολίγους του κάμπου ενέπνευσαν ακόμη οι απεργίες των Βολιωτών καπνεργατών και οι αγώνες του Σοσιαλιστικού Κέντρου του Βόλου. Τέλος, σημαντική επίδραση άσκησε πάνω τους και το κίνημα στο Γουδί (15/8/1909). Αν και ως προς τα αιτήματά τους ήταν εντελώς ξένο συνέβαλε να εδραιωθεί η πίστη τους στον αγώνα.

Ο "Γεωργικός Σύλλογος"
Η πρώτη πράξη συνειδητοποίησης των αγροτών ήταν να δημιουργήσουν δικές τους οργανώσεις. Ετσι φτιάχτηκε στην Καρδίτσα, αρχικά, ο "Γεωργικός Σύλλογος" και στη συνέχεια ακολούθησε η δημιουργία αντίστοιχων συλλόγων στη Λάρισα και τα Τρίκαλα. Μπαίνοντας δε το 1910 οι κολίγοι του θεσσαλικού κάμπου ήταν έτοιμοι να διεκδικήσουν δυναμικά το δίκιο τους.
Στις 27 Φλεβάρη οργανώθηκε το πρώτο μεγάλο συλλαλητήριο στην Καρδίτσα, στο οποίο πήραν μέρος γύρω στις 10.000 αγρότες από τους οποίους αρκετοί ήταν οπλισμένοι.
Την 1η Μάρτη, 400 αγρότες των Ορφανών οπλισμένοι σταμάτησαν το τρένο του Λαρισαϊκού, δηλώνοντας πως αν δε γίνει απαλλοτρίωση θα καταστρέψουν τις γραμμές.
Στα χωριά Τσαχμάκ, Κόντου και Κρύα Βρύση Φαρσάλων ο κολίγοι έκαψαν τις αχυραποθήκες των τσιφλικάδων.
Λίγες μέρες μετά, η κυβέρνηση του Στ. Δραγούμη απάντησε με τα όπλα στο Κιλελέρ, το Τσουλάρ και τη Λάρισα, παίρνοντας ανοικτά το μέρος της τσιφλικάδικης ολιγαρχίας.

Το ιστορικό δίδαγμα
 
Μετά το μακελειό της 6ης Μαρτίου του 1910, η κυβέρνηση του Στ. Δραγούμη οργάνωσε δίκες κατά των αγροτών.Η μία δίκη για τα αιματηρά γεγονότα στο Κιλελέρ, το Τσουλάρ και τη Λάρισα - με κατηγορούμενους 25 αγρότες και αγροτιστές - έγινε στη Λαμία. Η δεύτερη με κατηγορούμενους 35 αγρότες και αγροτιστές για το συλλαλητήριο της 27ης Φλεβάρη στην Καρδίτσα έγινε στο κακουργιοδικείο της Χαλκίδας. Εκεί πρωτοστάτησε κατά των αγροτών ο εισαγγελέας Λιβαδειάς Κ. Γεωργιάδης, ο οποίος στην αγόρευσή του, μεταξύ άλλων, είπε: "Η κολληγία είναι δικαίωμα ενοχικόν, εταιρεία ή μίσθωσις και συνεπώς οι κατηγορούμενοι δεν εδικαιούντο να δημιουργήσωσιν ταραχάς... Αγροτικόν ζήτημα δεν υφίσταται. Οι τσιφλικούχοι πιέζονται και, όπως απαλλαγώσι καθημερινών συγκρούσεων, ενοικιάζουν τα κτήματά των. Ο Θεσσαλός δεν είναι γεωργός αλλά κτηνοτρόφος. Αρνείται να καλλιεργήση πλέον των είκοσι στρεμμάτων. Παρασύρεται ευκόλως... Σπαταλά την περιουσίαν του στα μαναβικά και δι' αυτό κατά την εβδομαδιαίαν αγοράν δεν ευρίσκει κανείς φρούτα. Τρώγει τα αχλάδια σαν γουρούνι. Υπάρχουν βεβαίως και καλοί Θεσσαλοί. Αλλ' οι πλείστοι εξ αυτών είναι τεμπέληδες και ζωοκλέπται. Ο "Γεωργικός Σύνδεσμος" ιδρύθη διά σκοπούς εκμεταλλευτικούς... " (Γ. Καρανικόλα:"Κιλελέρ", σελ. 364 - 365 και Γ. Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 193).
Οι κατηγορούμενοι αγρότες αθωώθηκαν. Ο αγώνας τους δεν πήγε χαμένος. Το αγροτικό κίνημα μετά το Κιλελέρ φούντωσε σε όλη την Ελλάδα και λίγα χρόνια αργότερα ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να δημοσιεύσει διάταγμα για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών.
-

Η πτώση και η άνοδος του κ. Γκρόσαπ.


Η ιστορία ενός εργάτη στις ΗΠΑ κατά την κρίση του 1929, όπως καταγράφεται στο βιβλίο «Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΗΠΑ» των Ρ. Μπόγιερ και Χ. Μόρε
Εργάτες σε «Πορεία πείνας» στο Σικάγο, τον Μάη του 1930
...«Στην αρχή ο κάθε άνθρωπος βρέθηκε μόνος, σιωπηλός στο σπίτι του, προσπαθούσε να κρύψει την ανεργία και τη φτώχεια του, σα να ήταν κάποια ντροπιαστική αρρώστια. Αντίθετα με τον τυφώνα, οι καταστροφές της οικονομικής κρίσης δεν έγιναν άμεσα αντιληπτές, γιατί δεν κάλυπταν μια ορισμένη περιοχή. Αντίθετα, η κρίση βρισκόταν παντού και, για πολύν καιρό δεν παρουσιαζόταν τίποτε το ασυνήθιστο. Πίσω όμως από τις κρύες και ανέκφραστες προσόψεις των λαϊκών πολυκατοικιών, των μονοκατοικιών και των διαμερισμάτων, κρυμμένοι από τη δημόσια θέα άντρες και γυναίκες έδιναν τον αγώνα τους, μόνοι στην αρχή, θεωρώντας την καταστροφή σαν προσωπική τους ευθύνη, ενώ μέσα τους υψωνόταν ένας φοβερός πανικός.
Τέτοια ήταν η περίπτωση του Πίτερ Γκρόσαπ, ενός ψηλού, λεπτού πενηνταπεντάχρονου άντρα με λευκό, όλο γωνίες, πρόσωπο, που δεν του άρεσε να μιλάει πολύ. Είχε δουλέψει σαν ειδικευμένος επιπλοποιός επί είκοσι έξι χρόνια στη βιομηχανία επίπλων Τόντι σε μια μεσοδυτική πόλη 300.000 κατοίκων. Μέχρι την ημέρα της απόλυσής του, την 1η του Γενάρη 1930, αντιμετώπιζε τον εαυτό του και τη ζωή με ήρεμη ικανοποίηση. Αγαπούσε αυτά που είχε. Αγαπούσε το σπίτι του, για το οποίο χρωστούσε μόνο 1.800 δολάρια από την πρώτη υποθήκη, αγαπούσε τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά του. Η δεκαεφτάχρονη Μαίρη φοιτούσε στην Ακαδημία Σέικρεντ Χαρτ και ο δεκαεννιάχρονος Τζορτζ τέλειωνε τον πρώτο χρόνο στο πανεπιστήμιο της πολιτείας.
Ανεργοι εργάτες διαδηλώνουν και απαιτούν δουλειά
Η καλύτερή του ώρα ήταν όταν καθόταν στην πολυθρόνα του μετά το δείπνο. Δε μιλούσε πολύ. Ανοιγε την Ντέιλι Ρέκορντ και διάβαζε, ακούγοντας ταυτόχρονα ραδιόφωνο. Του άρεσε ο Κάμερον στην "ώρα του Φορντ". Τα λόγια του είχαν νόημα.Ενας άνθρωπος βγάζει όσα ακριβώς κερδίζει από τη δουλειά του. Στη ζωή, δεν παίρνεις τίποτα περισσότερο απ' όσα προσφέρεις. Μετά από τέτοιες σκέψεις έριχνε μια ματιά στη Φάνι στην κουζίνα, που συνήθως φορούσε το γκρι πουλόβερ της. Εκείνη, όταν τέλειωνε το πλύσιμο των πιάτων, καθόταν για λίγο δίπλα του στη μικρή δερμάτινη καρέκλα που ταίριαζε με την πολυθρόνα του. Μερικές φορές ο Πίτερ έπιανε τα σκληρά από τις δουλειές χέρια της και τα γύριζε για να δει το απλό δαχτυλίδι, τη βέρα που της είχε χαρίσει είκοσι ένα χρόνια πριν. Του άρεσε αυτό το δαχτυλίδι.
Ετσι περνούσαν τα βράδια πριν απολυθεί, την Πρωτοχρονιά του 1930. Δεκαοκτώ μήνες αργότερα, το καλοκαίρι του 1931, τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά. Ο κ. Γκρόσαπ καθόταν στην πολυθρόνα του όλη τη μέρα και έφερνε τα γεγονότα στο μυαλό του, για να δει πού είχε κάνει λάθος. Ισως αν είχε γίνει ηλεκτρολόγος μηχανικός, ή κάποιο άλλο επάγγελμα του μέλλοντος, τα πράγματα να μην έπαιρναν αυτήν την τροπή.
Δεν ήταν και τόσο άσχημα στην αρχή. Κάποτε - κάποτε έβγαινε από το σπίτι ντυμένος με τα καλά του και περπατούσε γρήγορα στητός και με πολυάσχολο ύφος σαν να βιαζόταν να προλάβει κάποιο επαγγελματικό ραντεβού. Πάντοτε, όμως, κατέληγε στο πάρκο.
"Κάτι θα γίνει", έλεγε στη γυναίκα του, "το λέει κι ο ίδιος ο Πρόεδρος"...
Οταν απολύθηκε είχε στη Φερστ Νάσιοναλ Μπανκ 312,62 δολάρια. Ρευστοποίησε και ένα ασφαλιστήριο 5.000 δολαρίων και πήρε 1.900 δολάρια. Αν δεν υπήρχαν οι δόσεις της υποθήκης, που ήταν 58,50 δολάρια το μήνα, τα λεφτά θα κρατούσαν περισσότερο.
Ανεργος άντρας στέκεται έξω από εγκαταλελειμμένο μαγαζί σε πόλη των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του '30
Με μεγάλη λύπη αποχωρίστηκε το ρολόι του, και ακόμα έκανε τη γνώριμη κίνηση για να το αγγίξει. Αυτό τον έκανε να νιώθει ένα αίσθημα κενού, όμοιο με της τσέπης του, όταν έβαζε το χέρι για να βρει κάτι που δεν ήταν στη θέση του. Το είχε δώσει μόνο για 15 δολάρια και η Φάνι είχε δώσει τη βέρα της για ακόμα λιγότερα. "Προσπαθείς να με γελοιοποιήσεις και έβαλες ενέχυρο τη βέρα σου;" τη ρώτησε. "Θες να μου πεις ότι θα ήθελες να είχες παντρευτεί κάποιον άλλο;" Εκείνες τις μέρες γινόταν έξω φρενών με το παραμικρό, όπως όταν τον ρώτησε γιατί δεν πήγαινε μια βόλτα και αυτός άρχισε να βρίζει λέγοντας πως δεν μπορούσε να μείνει κάποιος σπίτι του, χωρίς ν' αρχίσουν να του λεν να φύγει.Ισως, αν είχε διαλέξει να δουλέψει στο ραδιόφωνο τα πράγματα να μην έρχονταν έτσι, σκεφτόταν ο κ. Γκρόσαπ, ενώ καθόταν στην πολυθρόνα του και κοιτούσε τον απέναντι τοίχο. Ακουγε τη γυναίκα του που πηγαινοερχόταν στην κουζίνα, κάνοντας μικρούς θορύβους σαν του ποντικού, σαν να φοβόταν μήπως κάποιος δυνατότερος θόρυβος τον ενοχλήσει. Το σπίτι ήταν πολύ ήσυχο. Τα δύο παιδιά είχαν φύγει.
Ο Τζορτζ αναγκάστηκε να παρατήσει το πανεπιστήμιο. Πρώτα πήγε στο Σικάγο, μετά στο Σεν Λιούις και το Ντάλας ψάχνοντας για δουλειά. Μακάρι η Φάνι να μην ανησυχούσε τόσο πολύ γι' αυτόν. Δε θα έπεφτε δα κι από το τρένο. Την τελευταία φορά που είχαν νέα του, βρισκόταν στο Σαν Ντιέγκο, όπου είχε πάει με οτοστόπ από το Ντάλας. Του έλειπε η κόρη του, η Μαίρη. Είχε παντρευτεί. Ο κ. Γκρόσαπ δε συμπαθούσε τον άντρα της Μαίρης. Μερικές φορές φοβόταν ότι είχε φύγει από το σπίτι μόνο και μόνο για να διευκολύνει την κατάσταση. Δεν υπήρχαν λεφτά και ο άντρας του σπιτιού καθόταν χωρίς να κάνει τίποτα.
Τους τελευταίους έξι μήνες έρχονταν ειδοποιήσεις από την τράπεζα για τις καθυστερημένες δόσεις της υποθήκης. Μέρα με τη μέρα. Μέρα με τη μέρα. Δεν άφηνε τον εαυτό του να αποτελειώσει τη σκέψη. Η Ρέκορντ, φυσικά, είχε δίκιο όταν έλεγε ότι κανένας άνθρωπος που πήγαινε μπροστά, κανένας με εφευρετικό και τολμηρό πνεύμα δεν απευθυνόταν στην Πρόνοια.
Η χειρότερη εμπειρία του ήταν όταν πήγε στο γραφείο Πρόνοιας της περιφέρειας. Αναγκάστηκε να περιμένει στην ουρά μαζί με μαύρους, αλλοδαπούς και άλλους τόσο κουρελιασμένους που δεν αποκλείεται να ήταν αλήτες. Εκείνος ήταν φορολογούμενος Αμερικανός πολίτης και δεν πίστευε στις ελεημοσύνες. Ηταν, φυσικά, και μέλος της AFL (σ.δ. συνομοσπονδία των επίσημων συνδικάτων στις ΗΠΑ), μα ούτε και σ' αυτήν πίστευε.
Τέλος πάντων, ποτέ δεν θα πήγαινε εκεί, αν δεν πεινούσε αυτός και η Φάνι.
Προσπάθησε να εξηγήσει στην κοινωνική λειτουργό ότι η δική του περίπτωση ήταν διαφορετική. Δεν ήταν αλήτης. Οταν μπορούσε να σταθεί ξανά στα πόδια του... τότε όμως η υπάλληλος χαμογέλασε κουρασμένα με φιλικό ύφος, που όμως φάνηκε κοροϊδευτικό στον κ. Γκρόσαπ, και φώναξε: "Ο επόμενος!". Ηταν δύσκολο να ζήσουν δύο άνθρωποι με 12 δολάρια το μήνα...
Αν δανειζόταν χρήματα για να ξοφλήσει την υποθήκη; Τηλεφώνησε στην τράπεζα. Του είπαν ότι ήταν ήδη αργά. Η υπόθεση βρισκόταν στα δικαστήρια και αναμενόταν η απόφαση.
Η γυναίκα του στεκόταν στην πόρτα της κουζίνας. Εκανε πως δεν την είδε.
"Πίτερ", του είπε, "πρέπει να σου μιλήσω".
Δεν γύρισε να την κοιτάξει. Δεν είχαν τίποτα να πουν.
"Πίτερ, πρέπει να κάνουμε κάτι!"
"Να κάνουμε; Νομίζεις ότι κάθομαι γιατί μου αρέσει;"
Ενα τρεμούλιασμα φάνηκε στο στόμα της Κας Γκρόσαπ. "Πίτερ, ποτέ δεν μου μιλούσες με αυτό τον τρόπο".
Την κοίταξε. Εκείνη συνέχιζε να τον κοιτά σταθερά. "Μιλούσα με την κα Φλάερτι δίπλα. Λέει πως αν πας στο Συμβούλιο Ανέργων στην οδό Σπίερ, δε θα μας κάνουν έξωση".
Ο κ. Γκρόσαπ δοκίμασε ειλικρινή έκπληξη.
"Να πάω σ' αυτή τη φωλιά των κομμουνιστών; Καλύτερα να πεθάνω!".
"Η Κα Φλάερτι είναι μέλος. Πρέπει κάτι να κάνουμε. Ο σερίφης θα 'ρθει όπου να 'ναι". Μέσα στην έξαψή του ο κ. Γκρόσαπ σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και στάθηκε με μεγαλοπρέπεια.
Ρέκορντ λέει ότι αυτοί οι τύποι είναι κομμουνιστές!" "Μπορεί να μου πάρουν το σπίτι", είπε και η φωνή του έσπασε απότομα, "μα εγώ δεν ζητάω βοήθεια από κομμουνιστές!"...
Εφτασαν την επόμενη μέρα. Ο κ. Γκρόσαπ δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Ακόμα και όταν τα βαριά τους βήματα αντηχούσαν μέσα στο σπίτι, όταν κατέβασαν τα κρεβάτια και έβγαλαν τον παλιό καναπέ στο δρόμο, ακόμα και τότε δεν μπορούσε να το πιστέψει. Τον λήστευαν και ήταν μόνος. Δεν υπήρχε κανείς να τον βοηθήσει. Δεν υπήρχε αστυνομία για να της τηλεφωνήσει, γιατί αυτή η ίδια τον πετούσε στο δρόμο. 'Η, τουλάχιστον, οι βοηθοί του σερίφη.
Η κα Γκρόσαπ στεκόταν στην κουζίνα μαζεμένη σε μια γωνιά για να μην εμποδίζει, με πρόσωπο σοβαρό και γερασμένο. Ο κ. Γκρόσαπ ακολουθούσε τους σερίφηδες σαν σκιά μέσα έξω πιάνοντας τα έπιπλα που φοβόταν ότι θα πέσουν ή θα γρατσουνιστούν. Εξω στο δρόμο στάθηκε ζαλισμένος δίπλα στην περιουσία του που κάποτε του έδινε δύναμη και σιγουριά, το ψυγείο, το "Ατγουοτερ Κεντ", τα κατσαρολικά, τη φωτογραφία από το γάμο τους, την κορνιζαρισμένη φωτογραφία του Τζορτζ με την ομάδα του μπέιζμπολ στο γυμνάσιο, τα κρεβάτια και τα στρώματα όπου κοιμούνταν, τα πιάτα όπου έτρωγαν. Ενας σερίφης εξέταζε προσεκτικά τα καλά σεντόνια της κας Γκρόσαπ. Οι γείτονες στέκονταν γύρω από τον κ. Γκρόσαπ, αλλά εκείνος δεν ήταν σε θέση να νιώσει τη συμπόνια τους, ούτε και να καταλάβει τι συνέβαινε.
Δύο αστυνομικοί έβγαζαν από την πόρτα την πολυθρόνα του. Την κουβαλούσαν με κόπο και τα βήματά τους δεν ήταν σταθερά, ώσπου ο ένας παραπάτησε και, πριν προλάβει να τρέξει σε βοήθεια ο Γκρόσαπ, η πολυθρόνα σωριάστηκε στα σκαλιά.
"Θεέ μου!" φώναξε ο Γκρόσαπ, "δεν μπορείτε να μου το κάνετε αυτό!"
Κατάλαβε ότι ο κ. Φλάερτι τον τραβούσε από το μανίκι και προσπαθούσε κάτι να του πει, μα η οργή του ήταν τόσο έντονη που δεν του απάντησε. Οι αστυνομικοί στέκονταν τώρα στη βεράντα και κοιτούσαν μια ομάδα από άντρες και γυναίκες που πλησίαζε. Ενας ψηλός μαύρος, προφανώς ο επικεφαλής, στεκόταν δίπλα στον κ. Φλάερτι.
"Μα το θεό!" φώναξε ξανά ο κ. Γκρόσαπ προσπαθώντας να ορθώσει την πολυθρόνα και να βάλει στη θέση του το μεγάλο δερμάτινο μαξιλάρι της, "δεν μπορείτε να μεταχειρίζεστε την περιουσία του άλλου μ' αυτόν τον τρόπο!"...
Κοίταξε γύρω του. Το πρόσωπό του έκανε σπασμούς. Ο κ. Φλάερτι του είπε: "Είμαστε από το Συμβούλιο Ανέργων, θέλουμε να βοηθήσουμε".
"Λοιπόν, μα το θεό, αν θέλετε να βοηθήσετε, τότε κάντε κάτι!"
Ο ψηλός μαύρος κοίταξε για μια στιγμή τους πέντε αστυνομικούς στη βεράντα και μετά την ομάδα των τριάντα ανέργων.
"Πηγαίνετέ τα πίσω", είπε.
Στο λεπτό, μπροστά στα μάτια του κ. Γκρόσαπ, όλη η πολύτιμη περιουσία του, η πολυθρόνα του, ακόμα και το μεγάλο ψυγείο, οι σανίδες του κρεβατιού, οι φωτογραφίες, τα πάντα επέστρεφαν στο σπίτι. Οι γείτονες άρπαξαν και εκείνοι κατσαρολικά και στρώματα, και παραπατώντας, γελώντας δυνατά και φωνάζοντας με ενθουσιασμό ανέβαιναν στη βεράντα και έμπαιναν μέσα στο σπίτι. Πήγε να γίνει μια μικροσυμπλοκή με τους αστυνομικούς, αλλά με τη βοήθεια όλο και περισσότερων γειτόνων το εμπόδιο αυτό παρακάμφθηκε.
Ο κ. Γκρόσαπ δεν κατάλαβε ποτέ πώς έγιναν όλα αυτά. Ηταν σαν ένα όμορφο όνειρο. Είχε ξανά το σπίτι του. Είχε δύναμη. Είχε φίλους. Η πολυθρόνα του ήταν στη θέση της. Η γυναίκα του ξαφνικά ξανάνιωσε. Εφτασαν αστυνομικές ενισχύσεις, αλλά έφυγαν μόλις αντίκρισαν το πολυάριθμο πλήθος έξω από το σπίτι. Κάποιος στην κουζίνα έφτιαχνε καφέ και σάντουιτς.
Ηταν σαν γιορτή. Ολοι φώναζαν και γελούσαν. Ο κ. Γκρόσαπ έσφιξε τα χέρια τουλάχιστον είκοσι πέντε αντρών που δεν είχε ξαναδεί στη ζωή του. Ο μαύρος ηγέτης των ανέργων, ο Χίου Χέντερσον, με ένα σάντουιτς στο χέρι, έβγαλε λόγο στην μπροστινή βεράντα.
Σε λίγο ο κ. Γκρόσαπ συνειδητοποίησε ότι είχε αρχίσει να βγάζει κι αυτός λόγο. "Μετά από μια ζωή σκληρής δουλειάς", είπε, "να σου παίρνουν το σπίτι. Δεν είναι σωστό. Εβγαλαν την πολυθρόνα μου, τα πάντα, στο δρόμο. Δούλεψα σκληρά σε όλη μου τη ζωή. Δεν είναι σωστό".
Ολοι επιδοκίμασαν με φωνές. Μερικοί έφυγαν, αλλά οι περισσότεροι βρίσκονταν μέσα στο σπίτι, "θα μείνουμε για λίγο", είπε ο κ. Χέντερσον, "για να σιγουρευτούμε ότι δεν θα ξανάρθει η αστυνομία".
Η μεγάλη ένταση, η αδυσώπητη μοναξιά εγκατέλειψαν σιγά - σιγά τον κ. Γκρόσαπ. Δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο δυστυχισμένος ήταν. Ενας άνθρωπος δεν μπορεί να κατορθώσει τίποτα μόνος του. Δεν ήξερε πόσοι άνθρωποι περνούσαν τα ίδια βάσανα με τα δικά του.
Κάτι είχε αλλάξει μέσα του. Ενιωθε πως είχε βγει από τη φυλακή του απομονωμένου εαυτού του. Τώρα πια δεν καθόταν σπίτι όλη μέρα. Ερχονταν στιγμές, στις πικετοφορίες ή όταν μαχόταν με την αστυνομία, καθώς βοηθούσε να μεταφερθούν μέσα τα έπιπλα κάποιου άλλου, που παραξενευόταν για το πόσο κλειστός άνθρωπος υπήρξε κάποτε. Και δεν ήταν, φυσικά, διασκεδαστικό. Αναπτυσσόταν μέσα από τις αντιξοότητες και το ίδιο έκανε το μεγαλύτερο μέρος της χώρας...».